αδιάκοπος

αδιάκοπος
η , ο [ος , ον ] непрерывный, безостановочный, непрекращающийся; постоянный;

αδιάκοπη εργασία — непрерывная работа;

αδιάκοπη βροχή — затяжной дождь;

αδιάκοπος έλεγχος — неослабный контроль


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδιάκοπος" в других словарях:

  • ἀδιάκοπος — unbroken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάκοπος — η, ο (Α ἀδιάκοπος, ον) [διακόπτω] ακατάπαυστος, αδιάλειπτος, διαρκής, συνεχής …   Dictionary of Greek

  • αδιάκοπος — η, ο επίρρ. α χωρίς διακοπή, συνεχής: Η αδιάκοπη εργασία τον γονάτισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιακόπως — ἀδιάκοπος unbroken adverbial ἀδιάκοπος unbroken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάκοπον — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem acc sg ἀδιάκοπος unbroken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακόποις — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακόπου — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακόπους — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακόπῳ — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάκοποι — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκορος — Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50 1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»