ἀδιάκοπος — unbroken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάκοπος — η, ο (Α ἀδιάκοπος, ον) [διακόπτω] ακατάπαυστος, αδιάλειπτος, διαρκής, συνεχής … Dictionary of Greek
αδιάκοπος — η, ο επίρρ. α χωρίς διακοπή, συνεχής: Η αδιάκοπη εργασία τον γονάτισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιακόπως — ἀδιάκοπος unbroken adverbial ἀδιάκοπος unbroken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάκοπον — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem acc sg ἀδιάκοπος unbroken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακόποις — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακόπου — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακόπους — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακόπῳ — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάκοποι — ἀδιάκοπος unbroken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκορος — Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50 1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια … Dictionary of Greek